ναυτιλλόμενοι

ναυτιλλόμενοι
ναυτίλλομαι
sail
pres part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επάκτιος — α, ο (Α ἐπάκτιος, α, ον και ος, ον) αυτός που βρίσκεται πάνω ή κοντά στην ακτή, παράλιος, παραθαλάσσιος (α. «νέμος ἐπάκτιον», άλσος παραθαλάσσιο Σοφ.) β. «επάκτιο πυροβολείο») νεοελλ. 1. «επάκτια οστά» βλ. επακταία οστά 2. ναυτ. «επάκτια… …   Dictionary of Greek

  • εταίρα — Κατά την αρχαιότητα η λέξη σήμαινε –όπως και σήμερα– τη γυναίκα των ελευθερίων ηθών, η οποία εμπορεύεται τα θέλγητρά της. Στην Αθήνα, οι ε. αποτελούσαν ιδιαίτερη κατηγορία ελεύθερων γυναικών. Εκτός από το κάλλος, διέθεταν γενικά μια ανεπτυγμένη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”